Ο Εφταλιώτης σε μια εποχή που ο γραπτός λόγος νομιμοποιείται μόνο μέσω της χρήσης της καθαρεύουσας, κάνει τη δική του τομή, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ψυχάρη, και γράφει στη δημοτική: «στην ιερή γλώσσα του λαού, την αθάνατη, την ψυχογιάτραινα, και τη ζωοδότρα, που από τα σπλάχνα της βγαίνουν τα μεγαλύτερα μνημεία, της μεγαλύτερης τέχνης…Τη γλώσσα, που και τα συστατικά έχει, και γραφτό της είναι να δώσει το υλικό για τη φιλολογία την εθνική».
Τον ακολούθησαν οι μεγάλοι λογοτέχνες της μεσοπολεμικής γενιάς (1920-1940): Μυριβήλης, Κόντογλου, Βενέζης, Πανσέληνος κ.ά.
Ο Στράτης Μυριβήλης, αποκαλώντας τον «πατέρα της Λεσβιακής Άνοιξης», έγραψε: «Ο Εφταλιώτης στάθηκε ο μεγάλος δάσκαλός μου. Μ’ αυτόν πρωτάρχησα. Ένα από τα πρώτα μου διηγήματα το έχω αφιερωμένο σ΄ Εκείνον, γιατί απ’ αυτόν έμαθα τι θα πει γλώσσα και γράψιμο».
Ο Γιάννης Ψυχάρης, τον ονόμασε «βασιλιά της αφήγησης» και ο Κίμων Μιχαηλίδης υποστήριξε ότι «…ο [δημοτικιστής] Εφταλιώτης μας έδωσε την αληθινή, την περισσότερο καλλιεργημένη γλώσσα, γεμάτη ρυθμό και μελωδία, δροσιά και χάρη…».
Ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος εκτιμούσε ιδιαιτέρως το έργο του Εφταλιώτη και διατηρούσε προσωπική φιλία μαζί του, επισήμανε: «Ο Αργύρης Εφταλιώτης έδωκε μ’ ένα δύο άλλους το σύνθημα. Πρέπει κανείς να γνωρίζει πως εγράφετο και ποίον ήτο προ αυτών το διήγημα, δια να αντιληφθεί το κατόρθωμα το επαναστατικόν. Ο ρύαξ της δημοτικής του Εφταλιώτη διαυγέστατος… Εάν ποτέ οργανωθή το ανοργάνωτον ακόμη νεοελληνικόν θέατρον, …ο ‘Βρυκόλακας’ πιθανώτατα θα συγκαταλεχθή εις το δραματολόγιον, δια να δοκιμασθή οπωσδήποτε και από σκηνής η αναμφισβήτητος αξία του η ρεξικέλευθος».
Επίσης, ο Λίνος Πολίτης έγραψε ότι τα σονέτα του Αγάπης λόγια «πρότυπό τους έχουν…τα περίφημα σονέτα του Σαίξπηρ» και οι Νησιώτικες Ιστορίες του τον κατατάσσουν σε θέση ισάξια με αυτή του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα.
Μαζί με τους άλλους δύο Έλληνες της διασποράς και πρωτοπόρους του δημοτικισμού, τον Γιάννη Ψυχάρη και τον Αλέξανδρο Πάλλη, ο Αργύρης Εφταλιώτης έδωσε τον αγώνα του για τη γλώσσα, που τον ταύτιζε με τον αγώνα για την πατρίδα: «Αντίς στο χέρι μου σπαθί κρατώ μια πέννα». Για τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, ο γλωσσικός αγώνας του Εφταλιώτη μέσα από το πολύμορφο έργο του – ποιητικό, πεζογραφικό, θεατρικό, κριτικό, ιστορικό και μεταφραστικό – αποτέλεσε «προσπάθεια εθνικής σωτηρίας»: «Το δικό σου το μπαρούτι είναι μες στην καρδιά σου, και το βόλι στην άκρη της πέννας σου… Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι».
Όπως γράφει ο Γ. Βαλέτας «ο Εφταλιώτης αποτιμούσε τη ζωή μέσ’ απ’ τους σκοπούς και τα ιδανικά της. Ζητώντας τον ορισμό της ευτυχίας έγραψε σ’ ένα λεύκωμα: ‘Ευτυχισμένος σ’ αυτόν τον κόσμο μου φαίνεται πως είναι εκείνος που ήρθε εδώ για να κάμει κάτι, που το θαρρεί καλό για τους όμοιούς του και δουλεύει επίμονα ως το τέλος να το κάμει».
Το 2009 οι θησαυροί της Βιβλιοθήκης εμπλουτιστηκαν με δύο τόμους από το προσωπικό αρχείο του Αργύρη Εφταλιώτη, φιλοτεχνημένοι από τον ίδιο το συγγραφέα περί τα 1874-1905. Περιλαμβάνουν χειρόγραφα από τα έργα του και χειρόγραφο ποίημα του Ψυχάρη αφιερωμένο στον Εφταλιώτη. Επίσης περιλαμβάνουν αναρίθμητα σταχυολογημένα άρθρα, πρώτες δημοσιεύσεις έργων του Εφταλιώτη και της δημοτικίστριας αδελφής του Ευρυδίκης Ι. Εμμανουήλ, στον ελληνικό και ξένο τύπο, καθώς και κριτικές για τα γραπτά του. Οι ιδιόχειρες σημειώσεις του Εφταλιώτη τους προσδίδουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξία.
Ένα μέρος του αρχείου του Αργύρη Εφταλιώτη έχει ψηφιοποιηθεί στο πλαίσιο του έργου ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΗΡΟΔΟΤΟΣ.